στιβάλι

στιβάλι
στιβάλι, το και στιβάνι, το
(λ. βενετ.), είδος ψηλού υποδήματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στιβάλι — και στιβάνι, το, Ν είδος υποδήματος που περιβάλλει την κνήμη ή μέρος της, μπότα, μποτίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. stival, ενώ ο τ. στιβάνι < στιβάλι κατά τα μποτίνι, σκαρπίνι, τακούνι] …   Dictionary of Greek

  • στιβάνι — το, Ν βλ. στιβάλι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”